γαλήνη

γαλήνη
γαλήνη
Grammatical information: f.
Meaning: `stillness of the seaStille' (Od.); also `lead sulphite (Plin.; s. Chantr. RPh. 1965, 203-5).
Other forms: Dor. γαλά̄νᾱ
Derivatives: γαλήνεια (γαλάνεια) = γαλήνη (Eur.), after σαφήνεια?; not from γαληνής (only Arist. Phgn. 811b 38); γαληναίη (A. R.; cf. ἀναγκαίη beside ἀνάγκη), γαληναῖος (AP ). - γαληνός `still' (E.). After the numerous ρο-adjectives (not old r\/n-stem) γαληρός H.; after the adj. in -ερος, γαλερός H.
Origin: IE [Indo-European] [366] *glh₂-es- `aughter'
Etymology: γαλήνη, γαλά̄νᾱ, like σελήνη, from *γαλασ-νᾱ from an σ-stem, seen also in γέλως, γελασ-τός etc. and in Aeol. γελήνη (Jo. Gramm. Comp. 3, 1) for *γελᾰ́ννα like σελᾰ́ννα?). Orig. `Heiterkeit', cf. γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. For the ablaut, *glh₂-es-, cf Arm. caɫr `laughter'; s. γελάω. Cf. γλήνη, γλῆνος.
Page in Frisk: 1,285-286

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαλήνῃ — Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνῃ — γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα. 2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της… …   Dictionary of Greek

  • γαλήνη — η 1. η ηρεμία, η μπουνάτσα, η νηνεμία: Είχε γαλήνη και κάναμε βαρκάδα. 2. μτφ., η ησυχία, η αταραξία, η πραότητα: Ύστερα απ’ αυτόν τον καβγά διαταράχτηκε η ψυχική μου γαλήνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Γαλήνη — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.260 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα του νομού, στις εκβολές του ξηροποτάμου Πλατύ. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης …   Dictionary of Greek

  • Γαλήνηι — Γαλήνῃ , Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνηι — γαλήνῃ , γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω …   Dictionary of Greek

  • Γαληνῶν — Γαλήνη stillness of the sea fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”